Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %φυ%
514 εγγραφές [451 - 460]
φυσικοχημικός -ή -ό [fisikoximikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη φυσικοχημεία.

[λόγ. < γαλλ. physico-chimique < physico-chim(ie) = φυσικοχημ(εία) -ique = -ικός]

φυσιο- [fisio] : α' συνθετικό σε σύνθετα ονόματα· αναφέρεται: 1. στην έννοια της φύσης, του φυσικού κόσμου: ~γνώστης, ~λάτρης· ~γνωστικός, ~λατρικός. || (φιλοσ.) ~κρατία, ~κράτης· ~κρατισμός. 2. (επιστ.) στη γνώση των λειτουργιών των έμβιων όντων: ~λογία· ~λογικός· ~λόγος. 3. στη χρή ση φυσικών και όχι μηχανικών ή χημικών μέσων: ~θεραπευτής, ~θεραπεύτρια· ~θεραπεία· (πρβ. φυσικο-2)· ~θεραπευτικός. 4. στα κύρια εξωτερικά χαρακτηριστικά του προσώπου: ~γνωμική, ~γνωμιστής.

[λόγ. < αρχ. φυσιο- θ. του ουσ. φύσι(ς) -ο- ως α' συνθ.: αρχ. φυσιο-γνωμία `μελέ τη της φύσης΄ & διεθ. physio- < αρχ. φυσιο-: φυσιο-κρατία < γαλλ. physio cratie & μτφρδ. φυσιο-γνωσία < γερμ. Natur kunde]

φυσιογνωμία η [fisioγnomía] Ο25 : 1. το σύνολο (κυρ. των εξωτερικών, των μορφικών) χαρακτηριστικών προσώπου ή πράγματος· μορφή, όψη, εμφάνιση: Γνωστή / άγνωστη / συμπαθητική / αντιπαθητική ~. Tα κόμματα πριν από τις εκλογές προσπαθούν να κάνουν ελκυστική τη ~ τους. Mε την ανοικοδόμηση άλλαξε τελείως η ~ της περιοχής. Iδεολογική / πολιτική ~ ενός κόμματος, το σύνολο των ιδεολογικοπολιτικών χαρακτηριστικών. 2. σημαντική, εξέχουσα προσωπικότητα: Είναι ~ στο χώρο της πολιτικής / της επιστήμης. Εθνική / ευρωπαϊκή ~. Yπήρξε μια από τις μεγαλύτερες φυσιογνωμίες όλων των εποχών.

[λόγ. < αρχ. φυσιογνωμία `μελέτη της φύσης΄ σημδ. γαλλ. physionomie < υστλατ. physiognomia απλολ. του αρχ. φυσιογνωμονία `η τέχνη εξαγωγής συμπερασμάτων για το χαρακτήρα από τα χαρακτηριστικά του προσώπου΄]

φυσιογνωμικός -ή -ό [fisioγnomikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη φυσιογνωμία1: Φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά. || (ως ουσ.) η φυσιογνωμική, περιοχή της ψυχολογίας που ασχολείται με τη σχέση μεταξύ της έκφρασης, της μορφής, της διαμόρφωσης του ανθρώπινου σώματος και του χαρακτήρα και που διερευνά τη δυνατότητα εξαγωγής συμπερασμάτων για ιδιότητες του χαρακτήρα από τα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά. φυσιογνωμικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. φυσιογνωμ(ία) -ικός μτφρδ. γαλλ. physionomique < physionom(ie) = φυσιογνωμ(ία) -ique = -ικός]

φυσιογνωμιστής ο [fisioγnomistís] Ο7 θηλ. φυσιογνωμίστρια [fisioγno místria] Ο27 : αυτός που ασχολείται (επιστημονικά) με τη φυσιογνωμική· γνώστης, ερευνητής των φυσιογνωμιών.

[λόγ. φυσιογνωμ(ία) -ιστής μτφρδ. γαλλ. physionomiste < physionom(ie) = φυσιογνωμ(ία) -iste = -ιστής· λόγ. φυσιογνωμισ(τής) -τρια]

φυσιογνωσία η [fisioγnosía] Ο25 : 1. το σύνολο των φυσικών επιστημών που μελετούν τα φυσικά σώματα και τις μεταβολές της ύλης. 2. η βιολογία.

[λόγ. φυσιο- + -γνωσία μτφρδ. γερμ. Naturkunde]

φυσιογνώστης ο [fisioγnóstis] Ο10 θηλ. φυσιογνώστρια [fisioγnóstria] Ο27 : επιστήμονας που ασχολείται με τη φυσιογνωσία. || καθηγητής της φυσιογνωσίας.

[λόγ. φυσιο(γνωσία) -γνώστης· λόγ. φυσιογνώσ(της) -τρια]

φυσιογνωστικός -ή -ό [fisioγnostikós] Ε1 : 1. που ανήκει ή που αναφέρεται στη φυσιογνωσία: Φυσιογνωστικά όργανα / μαθήματα. 2. (ως ουσ.) α. τα φυσιογνωστικά, επιστήμες που ασχολούνται με τη μελέτη των φυσικών όντων. β. το φυσιογνωστικό, τμήμα που υπήρχε παλαιότερα στη φυσικομαθηματική σχολή.

[λόγ. φυσιογνώστ(ης) -ικός]

φυσιοδίφης ο [fisioδífis] Ο10 : αυτός που ασχολείται με την έρευνα και τη μελέτη της φύσης και ιδίως των ζώων, των φυτών και των ορυκτών.

[λόγ. φυσιο- + αρχ. διφ(ῶ) `εξετάζω λεπτομερειακά΄ -ης (πρβ. αναδιφώ, ελνστ. ἀστροδίφης `αστρονόμος΄) μτφρδ. γερμ. Naturforscher]

φυσιοδιφικός -ή -ό [fisioδifikós] Ε1 : που αναφέρεται στη μελέτη της φύσης ή στο φυσιοδίφη: Φυσιοδιφικές έρευνες / μελέτες. Tο φυσιοδιφικό πνεύμα του Aριστοτέλη.

[λόγ. φυσιοδίφ(ης) -ικός]

< Προηγούμενο   1... 44 45 [46] 47 48 ...52   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες